- περιζαμενως
- περιζαμενῶςπερι-ζᾰμενῶςслишком сильно
(κεχολῶσθαι HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κεχολῶσθαι HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιζαμενῶς — περιζαμενής adverbial (attic epic doric) περιζαμενῶς indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιζαμενώς — Α επίρρ. πολύ ισχυρά, σφοδρότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζαμενής «ισχυρός, δυνατός, ορμητικός» + επιρρμ. κατάλ. ῶς] … Dictionary of Greek